“BEAUJOLAIS” – Ο ΠΑΡΕΞΗΓΗΜΕΝΟΣ ΓΕΙΤΟΝΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΡΓΟΥΝΔΙΑΣ (ΟΧΙ ΑΛΛΟ NOUVEAU, ΜΟΝΟ CRU)!

Η ονομασία Beaujolais δυστυχώς ήταν και είναι ακόμα συνυφασμένη με τα φρουτώδη, φρέσκα και «εορταστικά» κρασιά τα οποία κυκλοφορούν κάθε χρόνο την τρίτη Πέμπτη του Νοέμβρη τα οποία προορίζονται αποκλειστικά και μόνο για άμεση κατανάλωση, και χρησιμοποιώ την λέξη δυστυχώς, διότι το Beaujolais είναι ικανό να δώσει πολύ ανώτερα και ποιοτικά κρασιά.
Η πλειοψηφία των κρασιών του Beaujolais παράγονται με την λεγόμενη semi-carbonic maceration, η οποία δίνει κρασιά με έντονο φρουτώδη χαρακτήρα και πολύ λίγες και διακριτικές τανίνες. Πλέον όμως τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν και βλέπουμε αρκετούς παραγωγούς να ακολουθούν άλλο «μονοπάτι», σε μια προσπάθεια να φτιάχνουν κρασιά πιο γεμάτα και με καλύτερη δυναμική παλαίωσης. Ένας από τους λόγους αυτής της «στροφής» είναι η πάροδος της «μόδας» των Nouveau κρασιών και η αισθητή πτώση των πωλήσεων τους.
Η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα στις πόλεις Macon και Lyon, και χωρίζεται στα δύο από τον ποταμό Nizerand, στο βόρειο κομμάτι κυριαρχούν τα γρανιτικά εδάφη στα οποία ο «πρωταγωνιστής» Gamay (Gamay Noir à Jus Blanc), καλύπτει σχεδόν το 98% των εκτάσεων και εκφράζεται καλύτερα δίνοντας εξαιρετικά κρασιά υπό τις ονομασίες προελεύσεως Cru Beaujolais και Beaujolais Villages, ενώ στο νότιο κομμάτι συναντάμε τις πολύ πιο ελαφριές και απλές εκδοχές του Beaujolais.
Ας δούμε όμως λίγο σύντομα τα Cru του Beaujolais, τα οποία είναι δέκα, με τα πρώτα πέντε (Chiroubles, Chenas, Morgon, Moulin-a-Vent και Fleurie) να έχουν λάβει την AOC από τον Σεπτέμβριο του 1936.
Saint-Amour, το βορειότερο Cru του Beaujolais, όπου παράγονται και κάποια λευκά κρασιά, τα οποία κυκλοφορούν ως Beaujolais Blanc ή St.-Veran, λόγο των ασβεστολιθικών εδαφών που έχει στο βόρειο κομμάτι του που «συναντιέται» με την Βουργουνδία. Αμέσως μετά ακολουθεί το Juliénas το οποίο λέγεται ότι έλαβε το όνομα του από τον Ιούλιο Καίσαρα και γενικά έχουμε μεγάλες αποκλίσεις στην ποιότητα των κρασιών του. «Κατηφορίζοντας» συναντάμε το μικρότερο Cru του Beaujolais, ονόματι Chénas, τα κρασιά του οποίου είναι αρκετά δυσεύρετα και αξίζει να αναζητήσουμε. Αμέσως μετά έρχεται η σειρά του «Βασιλιά των Cru», Moulin-à-Vent, το όνομα του οποίου σημαίνει «ανεμόμυλος» και παράγει κρασιά με πολύ καλή συμπύκνωση και εξαιρετικά καλή δυναμική παλαίωσης. Ακολουθεί το Fleurie, με κρασιά που χαρακτηρίζονται από ανθικά αρώματα τριαντάφυλλου και βιολέτας. Ακόμα πιο νότια βρίσκεται το Chiroubles, σε μεγαλύτερο υψόμετρο, κάτι που κάνει τα κρασιά να είναι πιο «ανάλαφρα» και ιδανικά για την μετάβαση του κόσμου που έχει γνωρίζει τα Beaujolais μέσω της Nouveau εκδοχής τους. Επόμενο Cru στην «κάθοδο» μας, το Morgon, είναι το δεύτερο μεγαλύτερο σε έκταση, παράγει πιο γεμάτα κρασιά με πολύ καλή δυναμική παλαίωσης όπως και ο «Βασιλιάς των Cru» που συναντήσαμε παραπάνω. Αξίζει να συμπληρώσουμε ότι το εν λόγω Cru συμπεριλαμβάνει το περιβόητο αμπελοτόπι Côte du Py. Η πιο πρόσφατη προσθήκη, έγινε το 1988 όταν αναβαθμίστηκε το Régnié, τα κρασιά του οποίου ακόμα δεν έχουν φτάσει στα επίπεδα των γειτόνων του χωρίς όμως την απουσία λαμπρών εξαιρέσεων. Φτάνοντας στο τέλος, συναντάμε το Côte de Brouilly και το Brouilly, το μεγαλύτερο και νοτιότερο εκ των Cru.
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφέρουμε την πολύ σημαντική επιρροή τεσσάρων οινοποιών της περιοχής (Jean-Paul Thevenet, Guy Breton, Jean Foillard και Marcel Lapierre) που από την δεκαετία του 80’, στράφηκαν στην παραγωγή κρασιών υψηλής ποιότητας από παλιά αμπέλια, οργανικής ή βιοδυναμικής καλλιέργειας και με ελάχιστη χρήση θειώδους. Ήδη στο εξωτερικό τα κρασιά αυτά «κερδίζουν έδαφος» λόγο των προσιτών τιμών, της εξαιρετικής ποιότητας αλλά και λόγο του νέου trend των φυσικών κρασιών.
Ήρθε η στιγμή να ξαναδείτε τα κρασιά του Beaujolais, αλλιώς…